- πουπουλένιος, -ια, -ιο
- 1. ο κατασκευασμένος από πούπουλα.2. μτφ., ελαφρός, μαλακός, απαλός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πουπουλένιος — α, ο, Ν 1. αυτός που είναι γεμάτος με πούπουλα («πουπουλένιο μαξιλάρι») 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πούπουλα 3. μτφ. πάρα πολύ ελαφρός και μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούπουλο + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
μνοίος — μνοῑος και μνόϊος, α, ον (Α) μαλακός, πουπουλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με μνοῦς* «λεπτό χνούδι»] … Dictionary of Greek
πτιλωτός — ή, ό / πτιλωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει ή είναι παραγεμισμένος με πτίλα, πουπουλένιος αρχ. 1. (για φιάλη) αυτός που είναι στολισμένος με σχήματα φτερών 2. φρ. «πτιλωτὰ ἔντομα» τα έντομα που έχουν μεμβρανώδεις πτέρυγες, τα υμενόπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πτιλώδης — ες, Ν αυτός που μοιάζει με πτίλο ή ο πτιλωτός, ο πουπουλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλο(ν) «πούπουλο». Η λ., στο ουδ. πτιλῶδες, μαρτυρείται από το 1860 στο Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φτερωτός — ή, ό / πτερωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια (α. «φτερωτό άρμα» β. «σύθην δ ἀπέδιδος ὄχῳ πτερωτῷ», Αισχύλ.) 2. στολισμένος με φτερά (α. «φτερωτό καπέλο» β. «πτερωτοῖς ἀμπέχονται χιτωνισκίοις ἄγραις ἐπιχειροῦντες… … Dictionary of Greek
πτιλωτός — ή, ό αυτός που έχει πούπουλα ή είναι γεμισμένος με πούπουλα, αλλ. πουπουλένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)